- αρουραίος
- Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες.
Οι α. γεννούν 6-8 φορές τον χρόνο από 4-6 άτομα. Το όνομα α. χρησιμοποιείται και για άλλα συγγενικά γένη (μίκροτος, φενακόμυς, ovδάτρα κ.ά.)· συνολικά τα είδη του γένους α. είναι περίπου 400, διασκορπισμένα στην Ευρώπη, στην Ασία και στο βόρειο τμήμα της αμερικανικής ηπείρου.
Στην Ελλάδα οι πιο συνηθισμένοι α. είναι o α. ο αγροτικός και ο α. ο χερσόβιος. Ο πρώτος ζει στη Μακεδονία και την Ήπειρο, ενώ ο δεύτερος ζει στη Μακεδονία και τη Θράκη· κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού πολλαπλασιάζεται εντατικά· τρέφεται κυρίως με φυτά και προκαλεί μεγάλες ζημιές στις καλλιέργειες. Παρότι τους κυνηγούν τα αρπακτικά πουλιά και συχνά αφανίζονται από επιδημίες, τα τρωκτικά αυτά αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για τη γεωργία, γι’ αυτό o άνθρωπος τα καταπολεμά με παγίδες, δηλητηριασμένα δολώματα, καπνισμούς, ραντίσματα με τοξικές ουσίες κλπ., ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες.
Ο α. ο χερσόβιος είναι γνωστός και ως ο αμφίβιος, γιατί προτιμά να ζει κοντά στα τέλματα· τρέφεται με μικρά ζώα και ρίζες που τις βρίσκει σκάβοντας στοές· επιπλέον είναι άριστος κολυμβητής. Άλλα είδη που υπάρχουν στην Ελλάδα είναι ο α. o υπόξανθος που ζει σε Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρο και Θράκη, ο α. ο θεσσαλικός γουνθέρειος που απαντάται στις περιοχές Αττική, Βοιωτία, Φθιώτιδα, Θεσσαλία, Μακεδονία και Θράκη, ο α. ο χιονόβιος, που ζείστην κεντρική και Βόρεια Ελλάδα και στην Εύβοια, ο α. ο μεσογειακός (σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα) και o α. o υπόγειος που απαντάται σε Θεσσαλία, Μακεδονία και Θράκη.
Αρουραίος ο χερσόβιος, τρωκτικό πολύ διαδεδομένο και στην Ελλάδα, που ζει κοντά σε λιμνάζοντα νερά, μέσα στα οποία κολυμπά με μεγάλη επιδεξιότητα (φωτ. Margiocco).
* * *ο (AM ἀρουραῑος, -α, -ον)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ.1. ο ποντικός των αγρών2. μτφ. πονηρός, ποταπός («οι αρουραίοι της πολιτικής»)αρχ.1. ο αγροτικός2. (για λίθο) ο ακατέργαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρουρα. Ο όρος χρησιμοποιείται αρχικά ως επίθετο για να χαρακτηρίσει κυρίως τον ποντικό που ζεί στους αγρούς («αρουραίος μυς»). Στους νεώτερους χρόνους το αρσ. ουσιαστικοποιείται αποκτώντας τη σημ. του ποντικού των αγρών κατά παράλειψη της λ. μυς (πρβλ. και ποντικός < ποντικός (< Πόντος ή πόντος) μυς].
Dictionary of Greek. 2013.